- περιφρύγω
- και περιφρύσσω ΜΑκαταξηραίνω, ξηραίνω από όλες τις μεριές, ξηραίνω τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φρύγω «ψήνω, καίω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφρυγής — ές, Α [περιφρύγω] κατάξερος. επίρρ... περιφρυγῶς με περίφρυξη … Dictionary of Greek
περιφρύσσω — Α βλ. περιφρύγω … Dictionary of Greek